Α1
Η γλώσσα και η στιχουργική µορφή των ποιηµάτων του Κ. Π. Καβάφη ήταν
ιδιαίτερη και προσωπική.
• Ένα από το βασικά γνωρίσµατα της ποίησής του είναι ο πεζολογικός λόγος, αφού
στο ποίηµα είναι ολοκληρωτική η απουσία της οµοιοκαταληξίας και ο αριθµός
των συλλαβών είναι άνισος (ανοµοιοκατάληκτοι και ανισοσύλλαβοι στίχοι).
Ακόµη, γίνεται χρήση καθηµερινού ύφους και λεξιλογίου όπως «κάπως», «για
λίγο», αλλά και φράσεων όπως η προσφώνηση-αποστροφή µε τη χρήση
προστακτικής «Τα φάρµακά σου φέρε…».
• Η γλώσσα του ποιήµατος είναι ιδιότυπη, ένα κράµα δηµοτικής και
καθαρεύουσας, µια σύζευξη λόγιων και δηµοτικών τύπων και λέξεων.
Χαρακτηριστικά επισηµαίνουµε τις λέξεις «πληγή», «µαχαίρι», «φάρµακα», οι
οποίες συνυπάρχουν µε τους λόγιους τύπους «Εις σε», «Ποιήσεως», «Εν
Φαντασία και Λόγω». ∆ιακρίνεται ακόµη ο ιδιωµατικός κωνσταντινουπολίτικος
τύπος «κάµνουνε».
• Συχνή είναι, τέλος, και η χρήση συµβόλων στα ποιήµατα του Καβάφη. Η
Κοµµαγηνή, ο δραµατικός χώρος του ποιήµατος, ανεξάρτητο κρατίδιο
βορειοανατολικά της Συρίας που το 595 µ.Χ. βρισκόταν στη µεθόριο του
ελληνόφωνου κόσµου και λίγο πριν χαθεί από τη σφαίρα επιρροής του ελληνικού
πολιτισµού, λειτουργεί στο ποίηµα ως σύµβολο φθοράς και παρακµής,
χαρακτηριστικά που επιφέρουν και τα γηρατειά στην ανθρώπινη φύση. Επίσης,
επιγραµµατικά µπορούµε να αναφέρουµε ότι συµβολικά λειτουργεί στο ποίηµα
και η λέξη «µαχαίρι» (συµβολίζει τον χρόνο), καθώς και η λέξη «πληγή»
(συµβολίζει την µελαγχολία του ποιητή).
Β1 Ο τίτλος του ποιήµατος, δυσανάλογα µεγάλος ως προς το ίδιο το κείµενο, και ένας
από τους εκτενέστερους στο έργο του Καβάφη, συνδέεται οργανικά µε τον κύριο
κορµό του ποιήµατος. Είναι αυτός που δηµιουργεί το ψευδοϊστορικό πλαίσιο,
δίνοντας το δραµατικό χώρο και χρόνο, µέσα στο οποίο θα τοποθετηθεί η φανταστική
µορφή του γηρασµένου ποιητή Ιάσωνα Κλεάνδρου. Χρειάζεται να σταθούµε σε κάθε
λέξη του χωριστά. Αναλυτικότερα:
«Μελαγχολία»: Η λέξη αποτυπώνει ήδη από την αρχή την ψυχική κατάσταση
του δηµιουργού -φανταστικού και πραγµατικού- και το συναισθηµατικό κλίµα µέσα
στο οποίο θα κινηθεί όλο το ποίηµα. Η µελαγχολία εξαιτίας των γηρατειών γίνεται η
αφορµή της ποιητικής έµπνευσης.
«του Ιάσωνος Κλεάνδρου»: Πρόκειται για ένα φανταστικό πρόσωπο, έναν
ανύπαρκτο ποιητή, η µορφή του οποίου όµως προσφέρει το απαραίτητο ιστορικό
άλλοθι στον ίδιο τον Καβάφη και λειτουργεί ως προσωπείο, πίσω από το οποίο
βρίσκεται ο αλεξανδρινός δηµιουργός. Τα κοινά στοιχεία που συνδέουν το
φανταστικό πρόσωπο µε τον Καβάφη είναι τα εξής:
• Και οι δύο είναι ποιητές.
• Και οι δύο βρίσκονται σε µεγάλη ηλικία· ο Καβάφης δηµοσίευσε το ποίηµα αυτό
σε ηλικία 58 ετών.
• Και οι δύο βρίσκονται και δραστηριοποιούνται σε περιοχές της Ανατολής, µακριά
από το ελλαδικό κέντρο, σε περιόδους ανακατατάξεων και φθοράς, όταν σε
εκείνα τα µέρη η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισµός βρισκόταν σε υποχώρηση.
• Και οι δύο έχουν και καταγράφουν ως έντονο το συναίσθηµα της µελαγχολίας
εξαιτίας της ηλικίας τους και των σηµαδιών που αυτή αφήνει.
• Και οι δύο εκτιµούν ιδιαίτερα την ποιητική τέχνη, την οποία διακονούν µε
συνέπεια.
Αξίζει να σταθούµε και στο όνοµα του φανταστικού αυτού ποιητή. Εκ πρώτης
όψεως µοιάζει τυχαία επιλεγµένο, απλά και µόνο κατάλληλο να καταδείξει πως
πρόκειται για έναν έλληνα ή εξελληνισµένο ποιητή της ανατολής. Η ετυµολογική του
ανάλυση όµως διαψεύδει την πρώτη αυτή εντύπωση. Το όνοµα Ιάσων προέρχεται
από τη λέξη ίαση = θεραπεία· αµέσως γίνεται αντιληπτή η συσχέτιση του ονόµατος
µε το γενικότερο περιεχόµενο του ποιήµατος, καθώς το πρόσωπο αυτό αναζητά µία
µορφή θεραπείας, φάρµακα, όπως ο ίδιος τα ονοµάζει, στην ποιητική τέχνη. Όσο για
το επίθετο Κλέανδρος (κλέος = δόξα + άνδρας), καθιστά φανερή την αναγνώριση της
αξίας του φανταστικού αυτού ποιητή, αλλά και το ότι αυτή δεν του εξασφαλίζει τη
λύτρωση από τη µελαγχολία των γηρατειών, όπως και σε κανέναν άνθρωπο άλλωστε.
«ποιητού»: Ο Καβάφης, τοποθετώντας ως κεντρικό πρόσωπο έναν ποιητή,
αµέσως το φέρνει πιο κοντά στον ίδιο του τον εαυτό. Ταυτόχρονα, δηµιουργεί τους
απαραίτητους συνειρµούς πως πρόκειται για ένα πρόσωπο πνευµατικά
καλλιεργηµένο, αλλά και ψυχικά ευαίσθητο, ικανό να αντιληφθεί και να αποτυπώσει
τη µελαγχολική διάθεση του ψυχικού του κόσµου.
«εν Κοµµαγηνή»: Ο δραµατικός χώρος του ποιήµατος. Πρόκειται για κρατίδιο
στα Β.Α. της Συρίας µε πρωτεύουσα τα Σαµόσατα. ∆ιαφιλονικούµενη περιοχή
ανάµεσα σε Πέρσες και Βυζαντινούς µέχρι το 638 µ.Χ., οπότε και καταλήφθηκε από
τους Άραβες.
«595 µ.Χ.»: Ο δραµατικός χρόνος του ποιήµατος. Και η χρονολογία δεν είναι
τυχαία· δεν αποτυπώνει απλώς το ψευδοϊστορικό πλαίσιο µέσα στο οποίο κινείται το
ποίηµα, αλλά επιπρόσθετα µεταφέρει τον αναγνώστη σε µία περίοδο ανασφάλειας,
αλλαγών και παρακµής, περίοδο δηλαδή µε χαρακτηριστικά που σταθερά
αποτελούσαν πηγή έµπνευσης για τον Καβάφη. Η Κοµµαγηνή το 595 βρισκόταν στη
µεθόριο του ελληνόφωνου κόσµου, λίγα χρόνια προτού χαθεί από τη σφαίρα
επιρροής του ελληνικού πολιτισµού.
Ο ποιητής φροντίζει να διαχωρίσει τη χρονολογία από τον υπόλοιπο τίτλο µε
την προσεκτικά τοποθετηµένη άνω τελεία προβάλλοντας τα µέρη από τα οποία αυτός
απαρτίζεται. Στην ουσία η χρονολογία αποµονώνεται από τα υπόλοιπα στοιχεία του
τίτλου (συναισθηµατική κατάσταση – πρόσωπο – ιδιότητα – χώρος), λειτουργεί ως
σύµβολο φθοράς κι έτσι αναλογικά µπορεί να αντιστοιχηθεί µε την ηλικία των
γηρατειών της ανθρώπινης φύσης.
Με τον εκτενή, λοιπόν, αυτόν τίτλο έγινε φανερό µε ποιον τρόπο ο Καβάφης
δηµιουργεί το απαραίτητο ιστορικό άλλοθι που του χρειάζεται, για να δώσει
διαχρονική και καθολική αξία στο ποίηµά του. Στόχος του δεν ήταν να µιλήσει για
την προσωπική του µελαγχολία εξαιτίας της ηλικίας του, αλλά να αποστασιοποιηθεί
κι έτσι µε µεγαλύτερη νηφαλιότητα να καταγράψει µε τρόπο ποιητικό ένα κοινό
συναίσθηµα, που αφορά κάθε άνθρωπο. Τα αιώνια θέµατα και προβλήµατα της ζωής
δεν χρειάζεται να ιδωθούν µέσα από ένα αποκλειστικά προσωπικό πρίσµα, που µόνο
µία πρόσκαιρα εντονότερη συγκίνηση µπορεί να επιφέρει.
Β2 Στους στίχους 4 και 8 ο κύριος εκφραστικός τρόπος µε τον οποίο επιτυγχάνεται η
επικοινωνία του ποιητή µε την Τέχνη της Ποίησης είναι η προσωποποίηση. Οι λέξεις
Τέχνη και Ποίηση γράφονται µε κεφαλαία γράµµατα κι έτσι καταδεικνύεται η µεγάλη
εκτίµηση που τρέφει ο Καβάφης στην ποιητική τέχνη.
Στο σηµείο αυτό διαλέγεται ο ποιητής µε την ποίηση σαν να είναι ζωντανό
πρόσωπο δηµιουργώντας κλίµα οικειότητας ανάµεσά τους. Η ποίηση δεν
προσωποποιείται απλά, σχεδόν θεοποιείται από τη στιγµή που είναι σε θέση να
προσφέρει µια πρόσκαιρη ανακούφιση στον πόνο του δηµιουργού.
Στον στίχο 6 υπάρχει υπερβατό: «νάρκης του άλγους δοκιµές», αντί για
«δοκιµές νάρκης του άλγους». Με αυτό το σχήµα λόγου δίνεται έµφαση στη λέξη
«νάρκη», οπότε φαίνεται ότι ο δηµιουργός αναγνωρίζει ότι στην ποίηση δεν µπορεί
να βρει πραγµατική και µόνιµη θεραπεία παρά µόνο πρόσκαιρη ανακούφιση. Η
αυτογνωσία του είναι εµφανής. Η ποίηση έχει µερικό και όχι απόλυτο, αναλγητικό
και όχι θεραπευτικό χαρακτήρα.
Στους στίχους 4 και 8 υπάρχει επανάληψη της άµεσης επίκλησης –
προσφώνησης του ποιητή προς την ποίηση. Θυµίζει τους αρχαίους ποιητές, όπως ο
Όµηρος, που στην αρχή των έργων τους επικαλούνταν τη σύµπραξη της ποιητικής
µούσας µε τις θεϊκές της δυνάµεις. Με το συγκεκριµένο εκφραστικό µέσο ο ποιητής
επιτυγχάνει την επικοινωνία µε την τέχνη της ποίησης δηµιουργώντας αίσθηση
θεατρικότητας, αµεσότητας και οικειότητας. Επιπλέον, µέσω της εναλλαγής α’ και β’
προσώπου το κλίµα της επικοινωνίας γίνεται ζεστό και εξοµολογητικό, καθώς ο
εσωτερικός µονόλογος του ποιητή γίνεται ικεσία και παίρνει τη µορφή ενός
φανταστικού διαλόγου.
Στους στίχους 5 και 8 έχουµε επανάληψη της λέξης «φάρµακα», η οποία
λειτουργεί µεταφορικά. προβάλλοντας την αναλγητική δύναµη της Ποίησης. Η
συγκεκριµένη µεταφορά αποτυπώνει συµβολικά τα µέσα µε τα οποία επιτυγχάνεται η
προσωρινή ανακούφιση του ποιητή από τα γηρατειά.
Γ1 Ο εσωτερικός µονόλογος του ποιητή παίρνει τη µορφή φανταστικού διαλόγου
(στοιχείο θεατρικότητας), κατά τον οποίο ο δηµιουργός επικαλείται άµεσα -σε β΄
πρόσωπο- και σε τόνο οικείο την προσωποποιηµένη τέχνη του. Η ποίηση φαντάζει ως
το καταφύγιο του ποιητή. Η χρήση του ρήµατος «προστρέχω» δείχνει την έντονη
αδηµονία του στην αναζήτησή του αυτή. Οι λέξεις Τέχνη και Ποίηση γράφονται µε
κεφαλαία γράµµατα κι έτσι καταδεικνύεται η µεγάλη εκτίµηση που τρέφει ο
Καβάφης στην ποιητική τέχνη, την οποία σχεδόν θεοποιεί, θυµίζοντας την επίκληση
στη Μούσα των αρχαίων ποιητών. Ο δηµιουργός αναγνωρίζει βέβαια πως στην
ποίηση δεν µπορεί να βρει πραγµατική και µόνιµη θεραπεία, παρά µόνο πρόσκαιρη
ανακούφιση («κάπως» στ. 5, «νάρκης του άλγους δοκιµές» στ. 6). Η ποίηση εποµένως
έχει αναλγητικό και όχι θεραπευτικό χαρακτήρα. Και αυτό είναι το λογικό, καθώς
αυτό που µπορεί να προσφέρει είναι η χαρά της δηµιουργίας, η πρόσκαιρη λήθη και
κάποια συναισθηµατική αποφόρτιση. Η ποιητική τέχνη δρα «εν Φαντασία και Λόγω»,
έννοιες κι αυτές προσωποποιηµένες. Η Φαντασία, αποτυπώνει τη σύλληψη, την
έµπνευση, ενώ ο Λόγος, τη γλωσσική έκφραση, το όργανο που αποτυπώνει τη
σύλληψη αυτή. Πρόκειται εποµένως για δύο έννοιες παραπληρωµατικές, που είναι τα
βασικά εργαλεία της ποιητικής τέχνης.
∆1 Τρεις οµοιότητες που µπορούµε να καταγράψουµε στα δύο ποιήµατα είναι:
α) Το πέρασµα του χρόνου, της ηλικίας - τα γηρατειά.
Ο Καβάφης από την αρχή του ποιήµατος διαπιστώνει τη φθορά των
γηρατειών στο σώµα και στη µορφή, δηλαδή το πρόσωπο, όπου τα σηµάδια του
χρόνου είναι περισσότερο αισθητά και επώδυνα («το γήρασµα του σώµατος και της
µορφής µου»). Αντίστοιχα ο Λειβαδίτης µε το στίχο «στην ηλικία µου χιονίζει, χιονίζει
αδιάκοπα» κάνει συµβολική αναφορά στην προχωρηµένη ηλικία του, την οποία στη
συνέχεια του ποιήµατος την ταυτίζει µε την έννοια του πόνου («κανείς δεν µπορεί να
µε βοηθήσει στον πόνο µου»).
β) Η µελαγχολία και ο πόνος των ποιητών λόγω των γηρατειών τους
Στο ποίηµα του Καβάφη αυτό καταγράφεται µε την επανάληψη του στίχου
«είναι πληγή από φρικτό µαχαίρι». Με τη λέξη «µαχαίρι» εννοεί το χρόνο που αγγίζει
τα πάντα καταδεικνύοντας τον έντονο ψυχικό του πόνο εξαιτίας των γηρατειών. Στο
ποίηµα του Λειβαδίτη η αντίστοιχη αναφορά του θέµατος της µελαγχολίας
εντοπίζεται στους στίχους «κανείς δεν µπορεί να µε βοηθήσει στον πόνο µου», «είµαι
εδώ ανάµεσά σας κι ολοµόναχος», «όταν δεν µπορεί να σου χρησιµέψει πια σε τίποτα»
µε την επανάληψη της λέξης «πόνος».
γ) Η καταφυγή των ποιητών στην ποίηση
Για τον Καβάφη η ποίηση είναι το φάρµακο, η λύση και το καταφύγιό του
(«εις σε προστρέχω…Λόγω» και «τα φάρµακά σου…η πληγή»). Αυτό που προσφέρει η
ποίηση είναι η χαρά και ο ενθουσιασµός της δηµιουργίας, χαρακτηριστικά και τα δύο
της νεότητας. Μέσω της ποίησης µπορεί για λίγο ο δηµιουργός να ξεχαστεί, να
αποφορτιστεί συναισθηµατικά και έτσι να ξεφύγει από τη δυσάρεστη
πραγµατικότητα της µελαγχολικής ηλικίας του. Στο ποίηµα του Λειβαδίτη στη φράση
«σα µια µεγάλη αλήθεια» η ποίηση παρουσιάζεται σα µια µεγάλη αλήθεια, στην οποία
µπορεί να καταφύγει έστω και «ύστερ’ από χρόνια» ο ποιητής αναζητώντας µάταια τη
λύτρωση «όταν δεν µπορεί να σου χρησιµέψει πια σε τίποτα».
∆ύο διαφορές µεταξύ των κειµένων είναι οι ακόλουθες:
α) Ο καθολικός τόνος µέσω της χρήσης προσωπείου στον Καβάφη και ο
αποκλειστικά προσωπικός τόνος στο Λειβαδίτη
Ο Καβάφης χρησιµοποιεί ως προσωπείο και ιστορικό άλλοθι ένα φανταστικό
πρόσωπο, τον Ιάσωνα Κλέανδρο, δίνοντας έτσι έναν καθολικό και διαχρονικό τόνο
στο κείµενο και καθιστώντας το πιο αντικειµενικό, καθώς αποστασιοποιείται από την
πραγµατικότητα της δικής του µελαγχολίας. Ο Λειβαδίτης, αντίθετα, µιλά άµεσα για
τον εαυτό του, χωρίς να κρύβεται πίσω από προσωπεία δίνοντας έναν καθαρά
προσωπικό τόνο στο ποίηµα. Αυτό ενισχύεται και από τον τίτλο του ποιήµατος
«Αυτοβιογραφία».
β) Η λειτουργία της ποίησης
Παρόλο που ο τόνος και των δύο είναι απαισιόδοξος, ο Λειβαδίτης είναι
περισσότερο απόλυτος συγκριτικά µε τον Καβάφη, καθώς δηλώνει ότι δεν µπορεί να
βρει βοήθεια πουθενά («κανείς δεν µπορεί να µε βοηθήσει στον πόνο µου»,
«ολοµόναχος», «όταν δεν µπορεί να σου χρησιµέψει πια σε τίποτα»). Αντίθετα ο
Καβάφης βρίσκει καταφυγή στην ποίηση, που έστω και πρόσκαιρα λειτουργεί
αναλγητικά και τον λυτρώνει προσωρινά από τη φθοροποιό δύναµη του χρόνου («Εις
σε…Λόγω», «τα φάρµακά σου …η πληγή») .