ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ
Α1. Έτσι λοιπόν εφοδιασμένοι αρχικά οι άνθρωποι κατοικούσαν διασκορπισμένα,
ενώ πόλεις δεν υπήρχαν χάνονταν λοιπόν από τα θηρία γιατί από κάθε άποψη ήταν
πιο αδύναμοι απ’ αυτά, και οι τεχνικές γνώσεις σ’ αυτούς για τη διατροφή ήταν
σημαντική βοηθός, όμως για τον πόλεμο με τα θηρία ( ήταν) ελλιπής - γιατί την τέχνη
για την οργάνωση πολιτείας ακόμη δεν είχαν, της οποίας μέρος είναι η πολεμική -
επιθυμούσαν λοιπόν να συγκεντρώνονται και να σώζονται κτίζοντας πόλεις όποτε
λοιπόν συγκεντρώνονταν, αδικούσαν ο ένας τον άλλο επειδή δεν είχαν την τέχνη για
την οργάνωση πολιτείας, ώστε πάλι διασκορπιζόμενοι καταστρέφονταν. Ο Δίας
λοιπόν επειδή φοβήθηκε για το γένος μας μήπως χαθεί όλο, στέλνει τον Ερμή για να
φέρει στους ανθρώπους το σεβασμό και τη δικαιοσύνη, για να υπάρχουν πειθαρχία
στις πόλεις και δεσμοί που συνδέονται με τη φιλία.
Β1. Συνεχίζοντας ο Πρωταγόρας την αφήγηση του μύθου του γίνεται αναφορά στην
εξέλιξη του ανθρώπου μετά το δώρο που του δόθηκε, την ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρὶ,
που την απέκτησε χάρη στην αυτοθυσία του Προμηθέα. Από αυτή τη στιγμή δηλαδή
ο άνθρωπος συγγενεύει με το «θεῖον» αποκτώντας την ιδιότητα της νόησης. Μ’ αυτό
τον τρόπο του δόθηκε η δυνατότητα να δημιουργήσει τεχνικό πολιτισμό. Απ’ αυτή τη
στιγμή ο άνθρωπος μοιράζεται τη μοίρα των θεών, γιατί κατέχει κάτι που μέχρι τότε
ανήκε μόνο στους θεούς. Γίνεται κι ο ίδιος ένας μικρός θεός – δημιουργός, που
παρεμβαίνει και τροποποιεί το φυσικό περιβάλλον προσαρμόζοντάς το στα δικά του
μέτρα, με κινητήρια δύναμη την ανάγκη της επιβίωσης αρχικά, αλλά και της εξέλιξης
και της προόδου στη συνέχεια. Δεν θα ήταν παραδοξολογία να ισχυριστούμε ότι η
απρονοησία του Επιμηθέα να εξοπλίσει με βιολογικό τρόπο τον άνθρωπο έδωσε την
ευκαιρία σ’ αυτόν να πραγματοποιήσει το ποιοτικό άλμα από το χώρο του
αποκλειστικά βιολογικού και ανιστορικού όντος στο χώρο του έμβιου όντος με τη
σύμφυτη ιστορικότητα. Ο άνθρωπος αναγνωρίζοντας την ύπαρξη των θεών,
αναπτύσσει πολιτισμό, αποκτώντας ένα είδος πνευματικής συγγένειας με τους θεούς.
Πρόκειται βέβαια για συγγένεια «πνευματική», και όχι για κοινή καταγωγή. Η
συγγένεια του ανθρώπου με το θεό χρησιμοποιείται από τον Πρωταγόρα ως επιχείρημα για τη γένεση της θρησκείας. Στο χωρίο αυτό ο Πρωταγόρας, αν και
αγνωστικιστής, φαίνεται να δέχεται ότι το θρησκευτικό συναίσθημα είναι έμφυτο
στους ανθρώπους, ότι από την αρχή οι άνθρωποι έχουν μέσα τους την έμφυτη ορμή
για λατρεία. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας άλλωστε, όπως προκύπτει και από όσα είχε
γράψει στο χαμένο βιβλίο του «Περί θεῶν», δεν ήταν άθεος αλλά θεωρούσε πως ούτε
οι αισθήσεις του ανθρώπου ούτε ο νους, λόγω του σύντομου βίου, που δεν άφηνε
περιθώρια στον άνθρωπο να εμβαθύνει σε τέτοιου είδους θέματα, του επιτρέπουν να
γνωρίσει τα άδηλα. Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, αναγνώριζε ότι η λατρεία
προσιδιάζει στον άνθρωπο και ίσως είναι κάτι το απαραίτητο, χωρίς όμως και να
παίρνει θέση σχετικά με την ύπαρξη του αντικειμένου της. Αντιμετώπιζε δηλαδή τη
θρησκεία ως ανθρωπολογικό δεδομένο. Επομένως αυτή η τοποθέτησή του δεν είναι
αντιφατική σε σχέση με τον αγνωστικισμό του. Εξάλλου η αναφορά στο ένστικτο της
πίστης και η απόδοσή του σε θεϊκή συγγένεια σ’ αυτό το σημείο δεν είναι περίεργη σε
μια μυθολογική αφήγηση που στόχο έχει να γίνει πιο ευχάριστη. Αξίζει να σημειωθεί
εδώ πως δεν αποκλείεται και το ενδεχόμενο η αναφορά στους θεούς να αποτελεί
πλατωνική θεωρία που έντεχνα τοποθετείται στο στόμα του Πρωταγόρα. Ένα άλλο
συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την αναφορά του Πρωταγόρα είναι ότι όλα τα
τεχνικά επιτεύγματα του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκείας,
εντάσσονται σε ένα καθαυτό προ-ηθικό στάδιο της πολιτισμικής ανέλιξης.
Β2. Σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο, αφού πια ο άνθρωπος κάλυψε τις πρωταρχικές του
ανάγκες, επιδίωξε να συγκροτήσει τις πρώτες κοινωνίες. Σ’ αυτό το σημείο είναι
έκδηλος ο πραγματισμός (ρεαλισμός) του Πρωταγόρα, αφού συνδέει τη φυσική
εξόντωση του ανθρώπου από τα άγρια θηρία με την ανάγκη του για συγκρότηση
κοινωνιών ως λύση στο πρόβλημα. Έτσι ενεργοποιείται η ευρηματικότητα του
ανθρώπου που εκδηλώνεται, βέβαια, με τρόπο πρωτόγονο, την αθροιστική δηλαδή
συνύπαρξη και όχι λειτουργική ακόμα, προκειμένου να θωρακιστεί απέναντι στον
υπαρκτό κίνδυνο. Εξαιτίας όμως της απρονοησίας του Επιμηθέα ο άνθρωπος
υπολειπόταν σε εξοπλισμό και εφόδια από τα άλλα ζώα. Κινδύνευε, λοιπόν, ανά
πάσα στιγμή να αφανιστεί από αυτά λόγω της υπεροχής τους έναντι αυτού. Και η
παρέμβαση όμως του Προμηθέα, παρόλο που είχε ρόλο αντισταθμιστικό της δράσης
του Επιμηθέα, δεν αναπλήρωσε απόλυτα την αδυναμία του ανθρώπου. Ο Προμηθέας
δηλαδή εξασφάλισε στους ανθρώπους τη δημιουργική τέχνη, την τέχνη των
δημιουργών, των τεχνιτών, (δημιουργός = δῆμος + ἔργον), που του επέτρεψε να
καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες. Δημιουργός είναι αυτός που παράγει ένα έργο
ωφέλιμο στο δήμο, στο λαό. Στους δημιουργούς ανήκαν στους ομηρικούς χρόνους οι
μάντεις, οι γιατροί, οι κήρυκες, οι οικοδόμοι) . Οι τεχνικές γνώσεις ( των δημιουργών ),
η δημιουργική τέχνη είναι λοιπόν ἱκανή βοηθός πρός τροφήν, αλλά είναι ανεπαρκής
(ἐνδεής) για να αποκρούσουν τις επιθέσεις που δέχονται από τα θηρία. Οι άνθρωποι
σε αυτήν τη φάση της κοινωνικής εξέλιξης δεν διαθέτουν όπλα και μεθόδους τέτοιες (πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική) που θα ήταν ικανές να
αποκρούσουν τις επιθέσεις που δέχονται από τα άγρια ζώα και να τα εξοντώσουν. Ο
άνθρωπος που ζει μονήρης δεν μπορεί να αμυνθεί, οι μονήρεις άνθρωποι και οι
απομονωμένοι λαοί δεν είναι αυτάρκεις, αφού σύμφωνα με τον Πρωταγόρα η
πολεμική τέχνη μπορούσε να καλλιεργηθεί μόνο μέσα στα πλαίσια μιας
οργανωμένης κοινωνίας. Αυτή η θέση (ἧς μέρος πολεμική) δε συνεπάγεται, βέβαια, ότι
ο Πρωταγόρας είναι υπέρμαχος του πολέμου. Αντίθετα ο Δ. Γουδής υποστηρίζει ότι ο
πόλεμος, παρά τα μεγάλα δεινά που προξενεί, δίκαια θεωρείται από τον Πρωταγόρα
αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής, γιατί αναπτύσσει τις ευγενέστερες ορμές του
ατόμου, την άμυνα υπέρ του δικαίου και της ελευθερίας, της θρησκείας και της
οικογένειας (πρέπει να διευκρινιστεί σ’ αυτό το σημείο λοιπόν πως ο Πρωταγόρας δεν
αναφέρεται στον επεκτατικό πόλεμο, αλλά στον αμυντικό). Είναι δε η πολεμική τέχνη
άρρηκτα συνυφασμένη με την οργανωμένη κοινωνία, γιατί μόνο τότε υπάρχει
σταθερός τόπος κατοικίας, κοινή γλώσσα, θεσμοί και νόμοι, στρατός και στόλος, ήθη,
έθιμα, παραδόσεις και ιδανικά, ανάπτυξη γραμμάτων και τεχνών, και γενικά
ανάπτυξη τεχνολογίας και πολιτισμού, τα οποία οφείλει ο άνθρωπος να προασπιστεί.
Επιπλέον, ο πόλεμος ως μια σύνθετη μορφή βίας διεξάγεται από πολλούς ανθρώπους
που πρέπει να δρουν συντονισμένα και πειθαρχημένα. Άρα λοιπόν έχει άμεση σχέση
με την καλλιέργεια πολιτικής συνείδησης, με την έννοια ότι οι άνθρωποι πρέπει να
μάθουν να ζουν μαζί, υπακούοντας σ’ ένα κοινό πλαίσιο αρχών και αξιών.
Οι άνθρωποι λοιπόν για να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους αποφασίζουν να
συγκεντρωθούν και να δημιουργήσουν πόλεις (ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι
κτίζοντες πόλεις). Ο Πρωταγόρας εδώ κάνει λόγο για μια πρώτη εκδήλωση
κοινωνικότητας, τάσης συνύπαρξης προς ένα σκοπό (σῴζεσθαι = να προστατευθούν
από τα άγρια θηρία). Σ’ αυτό το σημείο διακρίνεται και η τελεολογική του αντίληψη
για τη συγκρότηση πόλεων. Ωστόσο αυτή η εκδήλωση κοινωνικότητας στερούνταν
οργάνωσης και αποκατάστασης λειτουργικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη αυτών των
πρώτων κοινωνικών συσσωματώσεων, όπως φαίνεται από την επανάληψη του
ρήματος ἁθροίζω. Η χρήση του ρήματος ἐζήτουν σε παρατατικό υποδηλώνει πως
πρόκειται για ένα χρονοβόρο εγχείρημα τα αποτελέσματα του οποίου δεν ήταν
δεδομένα. Η χρήση του συγκεκριμένου ρήματος είναι αξιοσημείωτη και για την
πολιτική σκέψη του Πρωταγόρα, αφού δηλώνει πως οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη
να συνασπιστούν, να συμβιώσουν. Η βασική αυτή θέση μπορεί να θεωρηθεί
προδιατύπωση της θέσης του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο πολιτικό ὄν, αν και ο
Πρωταγόρας διαφοροποιείται από τον Αριστοτέλη, αφού δέχεται ως κίνητρο το φόβο
προς τα θηρία και την επιβίωση απλώς ενώ ο δεύτερος την ποιοτική ζωή, το εὖ ζῆν.
Για τον Πρωταγόρα δηλαδή η κοινωνία είναι προϊόν σύμβασης των ανθρώπων,
προήλθε δηλαδή νόμῳ (σοφιστική άποψη), αντίληψη που συναντάμε και στις θεωρίες
του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού περί «κοινωνικού συμβολαίου» (Λοκ, Ρουσσώ), ενώ ο
Αριστοτέλης υιοθετεί τη φυσιοκρατική αντίληψη (φύσει πολιτικό ὄν). Παρόλα αυτά ο
Πρωταγόρας, όπως εξάλλου και ο Αριστοτέλης, πέρα από την μυθική εξήγηση για τη
Σελίδα 4 από
10
σύσταση των πόλεων, βλέπει πως υπάρχει κάτι που συνέχει τις κοινωνίες, που τις
συγκρατεί και που χωρίς αυτό δε θα υπήρχαν κοινωνίες.
Το εγχείρημα όμως του ανθρώπου να συγκροτήσει πόλεις γινόταν τυχαία, χωρίς
δηλαδή να πληρούνται εκείνες οι προϋποθέσεις, ύπαρξη κανόνων δικαίου, που θα
διασφάλιζαν την επιβίωσή τους, προέκυπταν πρόσθετοι κίνδυνοι αφανισμού των
ανθρώπων (ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν, ἠδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν
τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο). Λόγω δηλαδή της έλλειψης
πολιτικής οργάνωσης οι άνθρωποι αφενός άρχισαν να αδικούν ο ένας τον άλλον
(ἠδίκουν ἀλλήλους) και να αλληλοσκοτώνονται, με αποτέλεσμα να βρεθούν και πάλι
στην ίδια χαοτική κατάσταση (πάλιν σκεδαννύμενοι) αφετέρου να βρίσκονται πάλι
αντιμέτωποι με το θανάσιμο κίνδυνο των άγριων θηρίων (ὥστε διεφθείροντο).
Ο αφανισμός του ανθρωπίνου γένους από τα θηρία οδηγεί στην θεϊκή παρέμβαση
του Δία, ο οποίος δίνει εντολή στον Ερμή να χορηγήσει σε όλους ανεξαιρέτως τους
ανθρώπους την «αἰδὼ» και τη «δίκη», τα συστατικά στοιχεία της πολιτικής αρετής,
ώστε να είναι εφικτός ο συλλογικός βίος. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Δίκη (ή
Νέμεσις) ήταν η κόρη του Δία και της Θέμιδας, ενώ η Αἰδὼς ήταν σύντροφος της Δίκης
και καθόταν σε θρόνο δίπλα στον Δία (πάρεδρος Διός). Η Δίκη, που τη βοηθούσαν οι
Ερινύες, επέβλεπε την τήρηση της ηθικής τάξης στον κόσμο και τιμωρούσε όσους
επιχειρούσαν να την ανατρέψουν. Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή χαρακτηρίζεται ως
«ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν». Στο κείμενο δεν παρουσιάζονται όμως ως θεότητες, αλλά
ως ηθικές ιδιότητες ή αξίες, που μοιράζονται και διδάσκονται στους ανθρώπους. Η
αἰδώς είναι το συναίσθημα της ντροπής που νιώθει ο κοινωνικός άνθρωπος για κάθε
πράξη που δε συμφωνεί με τις καθιερωμένες κοινωνικές αντιλήψεις. Το συναίσθημα
αυτό λειτουργεί ως κίνητρο για την εκτέλεση του χρέους και του καθήκοντος που
επιβάλλει η κοινωνία στα μέλη της, αφού έτσι αποφεύγεται η αγανάκτηση των
άλλων και η αποδοκιμασία από τους άλλους (άγραφοι νόμοι). Η έννοια της «αἰδοῦς»
είναι για τους αρχαίους μια έννοια σύνθετη, που περιλαμβάνει και τη σεμνότητα και
το σεβασμό προς τους άλλους. Δεν έχει σχέση με τις ενοχές και τις τύψεις, που βιώνει
κανείς μετά από μια παρεκτροπή, μια ανήθικη ή παράνομη πράξη. Δεν μπορεί να
αποδοθεί στα νέα ελληνικά με μία μόνο λέξη : είναι η ηθική, η ηθική συνείδηση, ο
σεβασμός στους άγραφους νόμους, το φιλότιμο, ο αυτοσεβασμός, ο αυτοέλεγχος, η
σωφροσύνη, η κοσμιότητα, η σεμνότητα. Ας θυμηθούμε ότι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι
διδάσκουν πως πρέπει να διακρίνουμε «πολιτισμούς ντροπής» από «πολιτισμούς
ενοχής». Παράδειγμα του πρώτου είδους μας δίνει η κοινωνία που περιγράφεται από
τον Όμηρο. Το υψηλότερο αγαθό για τον ομηρικό άνθρωπο δεν είναι η απαλλαγή από
συναισθήματα ενοχής, που δε φαίνεται καν να τα γνωρίζει, αλλά η απόλαυση της
τιμής, του επαίνου και της δημόσιας εκτίμησης. Η ισχυρότερη ηθική δύναμη που
γνωρίζει ο ομηρικός άνθρωπος δεν είναι ο φόβος απέναντι στο θεό, αλλά ο σεβασμός
απέναντι στη δημόσια γνώμη. Αυτή είναι η «αἰδώς». Ο Έκτορας θα πει «αἰδέομαι
Τρῶας» πάνω στην πιο κρίσιμη ώρα της ζωής του και θα πορευτεί με τα μάτια του
ανοιχτά στο θάνατο. Οι καταναγκασμοί της κοινωνικής εκτίμησης είναι αφόρητοι σε
έναν πολιτισμό «ντροπής». Σε μια τέτοια κοινωνία, καθετί που εκθέτει έναν άντρα στην περιφρόνηση ή στον περίγελο των συνανθρώπων του είναι αρκετό για να χάσει
το σεβασμό στον εαυτό του και καταλήγει να είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Έτσι, η
«αἰδώς» θα πρέπει να ερμηνεύεται ως ο «σεβασμός ανθρώπου σε άνθρωπο» και
«αυτοσεβασμός».
Όλα αυτά μετασχηματίστηκαν βαθμιαία σε αντίστοιχα συναισθήματα ενοχής,
φόβου τιμωρίας, αγωνίας για τις ευθύνες, σ' αυτό που λέμε τύψεις της συνείδησης,
όταν από την κοινωνία ντροπής, «αἰδοῦς» καλύτερα, έγινε μετάβαση στην κοινωνία
ενοχής. Οι ιδιότητες, οι καταστάσεις αυτής της δεύτερης μας είναι πολύ πιο γνώριμες.
Σ' αυτή την ανθρωπολογική διάκριση ανταποκρίνονται οι δυο σοφά διαλεγμένοι όροι
του Πρωταγόρα, «αἰδώς» και «δίκη», που αυτούσιους τους βρίσκουμε και στον Ησίοδο
(Έργα και Ημέραι, στ. 190- 201): δίκη δ' ἐν χερσί καὶ αἰδὼς οὐκ ἔσται, γιατί το άτομο
μέσα στο σύνολο - από, με και για το σύνολο - χάνει τελικά τη στενή έννοια της
ατομικότητας μέσα σ’ αυτή τη multi-subjectivite (=πολύ-υποκειμενικότητα) το
υποκειμενικό γίνεται αντικειμενικό και κατά συνέπεια το «μέτρο» δεν έχει το στενό
υποκειμενισμό που θέλησε να του δώσει ο Πλάτωνας ή τουλάχιστο δε μένει σ’ αυτόν.
Κάθε φορά που αλλάζει πλαταίνοντας ο άνθρωπος - και αλλάζει συνεχώς κατά τον
Πρωταγόρα - το μέτρο αλλάζει μαζί του πλαταίνοντας. Η δημοκρατική οργάνωση
διασφαλίζει την ορθή απόφαση, αφού στις διαφορές των σοφών ως τελικό κριτήριο
τίθεται το «κοινῇ δόξῃ», αυτό δηλαδή που θα φανεί καλύτερο στους πολλούς -
συνειδητούς όμως - πολίτες. Έτσι, το κράτος γίνεται μια μεγάλη παιδευτική
κοινότητα, βασισμένη στην ηθική και τη δικαιοσύνη (αἰδώς + δίκη), που αποβλέπει με
τη συμμετοχή όλων στην ωφέλεια όλων. Με τη νομοθεσία του, που είναι η πιο υψηλή
έκφραση της παιδευτικής πράξης, είναι υπεύθυνο για τον πολίτη και αυτός με τη
σειρά του υπεύθυνος για τη νομοθεσία. (Κ. Μπαλάσκας, 2, σσ. 360-361).
Η δίκη είναι το συναίσθημα της δικαιοσύνης, ο σεβασμός των δικαιωμάτων των
συνανθρώπων μας και οι ενέργειες για την αποκατάσταση αυτών των δικαιωμάτων,
όταν καταστρατηγούνται βάναυσα από κάποιον (γραπτοί νόμοι). Η αναφορά στην
αιδώ και τη δίκη, δύο εννοιών που ο άνθρωπος τις μαθαίνει, διδάσκεται το
περιεχόμενό τους, ενισχύει την άποψη ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι νόμῳ
δημιουργήματα.
Ο Πρωταγόρας μάλιστα όταν μιλά για τους ανθρώπους δεν κάνει διακρίσεις με
κοινωνικά κριτήρια αλλά τους αντιμετωπίζει ως ενιαίο σύνολο, ως ολότητα (περὶ τῷ
γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν). Αυτή η αντιμετώπιση είναι ρηξικέλευθη για την εποχή
και απαντά πολύ αργότερα, στην εποχή του Διαφωτισμού και με την εμφάνιση του
Χριστιανισμού. Άλλοι σοφιστές προχώρησαν περισσότερο στην ενότητα του
ανθρώπινου γένους με τις διακηρύξεις τους κατά των κοινωνικών και φυλετικών
διακρίσεων (Αντιφών, Αλκιδάμας). Στον Πρωταγόρα βρίσκουμε την άποψη του Ιππία
για την ενότητα των ανθρώπων.
Ακόμη με τη φράση ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοὶ
διατυπώνεται έξοχα η κοινωνιοπλαστική αποστολή της αἰδοῦς και της δίκης. Με τη
δίκη δημιουργούνται και εφαρμόζονται κανόνες δικαίου, κατοχυρώνεται το ορθό και
το νόμιμο. Έτσι περιστέλλεται ο ατομικισμός και ο εγωισμός και εξασφαλίζεται η
Σελίδα 6 από
10
αρμονική κοινωνική συμβίωση (δεσμοὶ φιλίας συναγωγοὶ). Από την άλλη η αἰδώς έχει
δράση ανασταλτική και αποτρεπτική, συμπίπτει με τη λειτουργία της ηθικής
συνείδησης και συντελεί στην κατάκτηση της αυτονομίας των ανθρώπων. Έτσι,
αποφεύγεται η αγανάκτηση και η αποδοκιμασία των άλλων που λειτουργούν
διαλυτικά για τις κοινωνίες (κόσμοι). Η συμπληρωματική λειτουργία των δύο «δώρων»
συνεπάγεται φιλίαν, που σημαίνει ηθική ενότητα της πολιτείας, σύμπνοια και
ομόνοια των πολιτών, ώστε να συμβιώνουν αρμονικά. Άλλωστε για τους Ίωνες
φιλοσόφους η Φιλία (=αγάπη) είναι η φυσική εκείνη δύναμη που συνδέει τα
διαφορετικά στοιχεία σε αντίθεση προς το Νεῖκος (=εχθρότητα) που τα χωρίζει.
Η ερώτηση του Ερμή για το μοίρασμα της αἰδοῦς και της δίκης φαντάζει αφελής και
κωμική. Υπενθυμίζει με τρόπο «διδακτικό» πώς έχει γίνει η μοιρασιά, σαν να μην
ήξερε ή σαν να μη θυμόταν ο Δίας, δημιουργώντας έτσι μια ατμόσφαιρα θυμηδίας,
που ωστόσο έχει τη λειτουργικότητά της, καθώς: α) χαλαρώνει προς το παρόν τον
ακροατή και τον προετοιμάζει για το συμπέρασμα του μύθου, που ακολουθεί, β) η
εναλλαγή ευθέος και πλαγίου λόγου δίνει ζωντάνια και παραστατικότητα στην
αφήγηση, γ) η ερώτηση του Ερμή δημιουργεί το αναγκαίο κλίμα για τη δικαίωση της
επιτακτικής θεϊκής απαίτησης. Ο Πρωταγόρας με τη φράση «αἱ τέχναι νενέμηνται»
φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται τη σημασία του καταμερισμού της εργασίας για την
πρόοδο του πολιτισμού, για αυτό και θέτει το ερώτημα με τον Ερμή. Με τον
καταμερισμό της εργασίας δεν ασχολούνται όλοι με όλα, αλλά ο καθένας με μια
συγκεκριμένη απασχόληση. Ο καταμερισμός της εργασίας συμβάλλει στη βαθύτερη
γνώση του συγκεκριμένου αντικειμένου και εξασφαλίζει την πρόοδο του πολιτισμού.
Αν όμως στον καταμερισμό της εργασίας εντασσόταν και η πολιτική, οι άνθρωποι δεν
θα αποδέχονταν κοινές ηθικές αξίες, και συνεπώς δεν θα ήταν δυνατόν να
διαμορφωθούν πολιτικές κοινωνίες που να στηρίζονται στη βάση κοινών αξιών.
Αντίθετα, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί θα οξύνονταν και θα κατέληγαν στην
αλληλοεξόντωση των ανθρώπων. Συνεπώς το ερώτημα του Ερμή είναι καίριο για την
εμφάνιση της πολιτικής κοινωνίας, γιατί ο Δίας δεν μοιράζει την πολιτική τέχνη,
αλλά δύο ηθικές ιδιότητες αναγκαίες στους ανθρώπους για να οργανώσουν πολιτική
κοινωνία. Έτσι ο Πρωταγόρας με την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της αιδούς
και της δίκης προβαίνει στην ηθική θεμελίωση της πολιτικής, θέση που
υπερασπίζονται και ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.
Έτσι απόλυτα συνεπής στη διήγησή του ο Πρωταγόρας αντιστοιχεί τα στάδια
εξέλιξης του ανθρώπου με θεούς σε ανιούσα κλίμακα ως προς τη δύναμη και τη
σημασία τους (ανώνυμοι θεοί, Επιμηθέας, Προμηθέας, Αθηνά-Ήφαιστος και Δίας με
όργανο τον Ερμή). Ο Ερμής, ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας, λοιπόν, είναι τα όργανα
του Δία, ο οποίος συμβολίζει το λόγο, τη λογική δηλαδή νομοτέλεια που διέπει τον
κόσμο. Η φάση του Δία, επομένως, αποδίδει συμβολικά ένα ανώτερο ποιοτικά στάδιο
εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού, αφού σ’ αυτό επιτυγχάνεται η
ηθικοπνευματική ωρίμανση των ανθρώπων, αναγκαία και ικανή συνθήκη για να
συγκροτήσουν πολιτικές κοινωνίες. Τα «δώρα» του Δία, η αιδώς και η δίκη, ανήκουν
στην ηθική περιοχή του ανθρώπου και διέπουν την κοινωνική συμπεριφορά του, προκειμένου να μην παρεκτρέπεται σε πράξεις άδικες και εξοντωτικές για το
συνάνθρωπό του.
Β3. Ο Δίας διατάζει να μοιραστούν σε όλους ανεξαιρέτως η αιδώς και η δίκη για να
μπορέσει μία κοινωνία να προχωρήσει σε πολιτική συγκρότηση (πάντες μετεχόντων).
Η εξήγηση δίνεται από τον ίδιο και καταδεικνύει πόσο σημαντική και απαραίτητη
είναι η διανομή της πολιτικής αρετής σε όλους. Η ύπαρξη των πόλεων και κατ΄
επέκταση η επιβίωση του ανθρώπου εξαρτάται αποκλειστικά από την καθολική
συμμετοχή στην αιδώ και τη δίκη. Οι δυο ιδιότητες δεν είναι δυνατόν να έχουν το
χαρακτήρα της εξειδίκευσης , όπως οι τέχνες, γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε πάλι στη
διάλυση των πόλεων. Ο Πρωταγόρας τελειώνει τον μύθο με τον Δία να επιβάλει
αυστηρά με θέσπιση νόμου την ανάγκη της καθολικότητας της πολιτικής αρετής και
μάλιστα με την επιβολή της ποινής του θανάτου, δηλώνει την πολύ μεγάλη σημασία
που δίνει στις αξίες της αιδούς και της δίκης για τη συγκρότηση και τη διατήρηση της
πολιτείας.
Βέβαια, ο νόμος του Δία αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο κάποιος άνθρωπος να
αποδειχθεί ανίκανος να τις αποκτήσει. Η σημασία και η αυστηρότητα του νόμου του
Δία τονίζεται από την επιβολή θανατικής ποινής (κτείνειν ὡς νόσον πόλεως) σε
όποιον δεν συμμορφώνεται στις εντολές του. Η παρομοίωση όποιου δεν συμμετέχει
στην πολιτική αρετή με αρρώστια της πόλης υποδηλώνει ότι αποτελεί κίνδυνο γι’
αυτή και πρέπει να θανατωθεί, για να διαφυλαχθεί η τάξη και η ισορροπία του
συνόλου. Η πολιτεία εδώ παρουσιάζεται ως ζωντανός οργανισμός, ο οποίος
κινδυνεύει να μολυνθεί ολόκληρος, εάν μολυνθεί ένα από τα μέλη του. Ο Δίας ζητάει
το απόλυτο και το απαιτεί με αμείλικτη σκληρότητα. Τον κεντρικό άξονα του μύθου
συγκροτεί η σκέψη ότι η πολιτική τέχνη έχει φυσική καταβολή στον άνθρωπο.
Υπάρχει, δηλαδή, η φυσική προδιάθεση για την απόκτηση της, η ίδια όμως δεν είναι
φυσική, ούτε αυτονόητη, αλλά αποτελεί απόκτημα του κοινωνικού ανθρώπου
(«νόμῳ»). Επιπλέον η επιβολή της ποινής του θανάτου από τον Δία, και συνεπώς η
αδυναμία του να εξασφαλίσει την καθολικότητά τους, δείχνει ότι οι αξίες της αιδούς
και της δίκης δεν είναι έμφυτες, γιατί δεν αποτελούσαν γνώρισμα της αρχικής
ανθρώπινης φύσης. Εξάλλου, η μετάβαση στην οργανωμένη κοινωνία δεν έγινε
αυτόματα αλλά προοδευτικά και κάτω από τον νόμο της ανάγκης. Οι άνθρωποι
αφανίζονταν αρχικά, επειδή δεν κατείχαν την τέχνη να ζουν μαζί σε πόλεις. Από τα
παθήματά τους έμαθαν να ενεργούν δίκαια και να σέβονται τα δικαιώματα των
άλλων. Με αυτό τον τρόπο, οι πολίτες διαμόρφωσαν κοινωνικοπολιτική συνείδηση
και αναδείχθηκαν υπεύθυνοι για τη χρηστή διοίκηση, αφού αυτή εξαρτάται από το
δικαίωμά τους να έχουν βαρύνουσα άποψη για τη διαχείριση των δημόσιων
υποθέσεων.
Με τον μύθο ο Πρωταγόρας απέδειξε ότι η αρετή είναι «δυνάμει» ιδιότητα όλων των
ανθρώπων, αφού ο Δίας τούς τη δώρισε με την αιδώ και τη δίκη. Όμως χρειάζεται
διδασκαλία και επιμέλεια, διαφορετικά δεν θα υπήρχε το ποινικό δίκαιο ούτε ο Δίας
θα επέβαλε τιμωρία σε όσους δεν μετείχαν σε αυτή. Με βάση το μεταφρασμένο απόσπασμα ο Πρωταγόρας υπενθυμίζει ότι έχει αποδείξει το διδακτό της πολιτικής
αρετής σε ιδιωτικό και δημόσιο επίπεδο. Έχοντας αυτό ως δεδομένο προσπαθεί να
εξηγήσει διεξοδικότερα γιατί είναι πολύ περίεργο να πιστεύουμε ότι οι σπουδαίοι
πολιτικοί άνδρες δε διδάσκουν στα παιδιά τους την αρετή. Εφόσον λοιπόν η αρετή
είναι διδακτή, είναι παράλογο οι άριστοι άνδρες να φροντίζουν για την εκπαίδευση
των παιδιών σε θέματα όπως η ανάγνωση και η αριθμητική , η άγνοια των οποίων
δεν εγκυμονεί κανένα κίνδυνο για τα ίδια, και να μην μεριμνούν για τη διδασκαλία
της αρετής , χωρίς την οποία τα παιδιά τους κινδυνεύουν να υποστούν τις πιο σοβαρές
κυρώσεις ( θάνατος , εξορία , δήμευση περιουσίας , συνολική καταστροφή του οίκου
τους). Ο Πρωταγόρας εδώ χρησιμοποιεί ένα συλλογισμό «ἐκ τοῦ ελάσσονος πρὸς τὸ
μεῖζον» για να τεκμηριώσει τη θέση του: αφού οι πολιτικοί άνδρες διδάσκουν στα
παιδιά τους τα πιο ασήμαντα, είναι λογικό ότι τους διδάσκουν και τα σημαντικά.
Η αποχή δηλαδή διαταράσσει την αρμονία και κρίνεται ως παράπτωμα, που χρήζει
διδασκαλίας και τιμωρίας, έως ότου να επιτευχθεί η μέθεξη και έτσι ο άνθρωπος να
επανεντάσσεται στο κοινωνικό σώμα. Η ευρυθμία, λοιπόν, της πόλης εξαρτάται από
τη συμμετοχή στην πολιτική αρετή. Σε αντίθετη περίπτωση είτε είναι άνδρας είτε
είναι γυναίκα είτε είναι παιδί, αυτός που δεν την κατέχει, τότε ακολουθείται μια
διαδικασία διδασκαλίας, η οποία μετέρχεται κάθε τρόπο και, όταν δεν υπάρχει το
επιθυμητό αποτέλεσμα, επιβάλλεται η τιμωρία. Και όταν η τιμωρία δεν τελεσφορήσει,
τότε όποιος απέχει από την αρετή θανατώνεται ή εξορίζεται από την πόλη ως νόσος.
Ο Πρωταγόρας στόχο έχει να αποδείξει ότι η αιδώς και η δίκη είναι οι βάσεις για κάθε
είδους οργάνωση της κοινωνίας, οι βάσεις της πολιτικής αρετής. Η αρετή ωστόσο,
φάνηκε και από τον μύθο δεν είναι στη φύση του ανθρώπου, αλλά δόθηκε και
καλλιεργήθηκε σε ύστερη φάση της ανθρώπινης πορείας, ως αναγκαία προϋπόθεση
που θα προστάτευε την έως τότε επισφαλή ζωή των ανθρώπων. Εκφράστηκε στην
ανθρώπινη πραγματικότητα και με σειρά νόμων, οι οποίοι δεν ανήκουν στο φυσικό
δίκαιο, αλλά είναι «κατασκευασμένοι», ώστε να διασφαλίζουν την αρμονία στο
ανθρώπινο σύνολο. Γι’ αυτό κρίνεται απαραίτητη η τιμωρία στους αθεράπευτα
απέχοντες από τους νόμους ανθρώπους, οι οποίοι, παρά τις διδακτικές μεθόδους και
την επιμέλεια που τους επιβλήθηκαν, δεν υπήρξαν ικανοί να ζήσουν με την αιδώ και
τη δίκη.
Β4. α: σωστό
β: λάθος
γ: λάθος
δ: σωστό
ε: λάθος
Β5. λοχαγός: ἄγοντα, συναγωγοί
ἀγαλλίασις: ἀγάλματα
θρέψις: τροφήν, τροφάς
βαθμίς: βωμούς
ἄφιξις: ἱκανή, ἱκανός
ὀχυρός: μετέσχε, εἶχον, ἔχων, μετεχόντων, ἔχοντες, μετέχειν
διάδημα: ὑποδέσεις
νεογνός: συγγένειαν, γένοιντο
ὀλέθριος: ἀπώλλυντο, ἀπόλοιτο
δεισιδαίμων: δείσας
Γ1.
Τέτοιες, λοιπόν, ήταν οι ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων και στα παλαιά και σ’ αυτά
που έγιναν αργότερα. Απέκτησαν, όμως, πολύ σημαντική δύναμη όσοι έστρεψαν την
προσοχή τους σ’ αυτές και με την αύξηση των εισοδημάτων τους και με την εξουσία
τους πάνω σε άλλους ∙ γιατί, υπέτασσαν τα νησιά κάνοντας επιδρομές εναντίον τους,
και προπάντων όσοι δεν είχαν αρκετή γη. Στη στεριά, αντίθετα, δεν έγινε κανείς
πόλεμος απ’ όπου προέκυψε σημαντική δύναμη σε κάποιους ∙ όλοι, όμως, όσοι τυχόν
έγιναν, ήταν ανάμεσα στους δικούς τους γείτονες με τον καθένα, και οι Έλληνες δεν
έκαναν πολύ μακρινές εκστρατείες από τη χώρα τους για την υποταγή άλλων. Δεν
είχαν προσχωρήσει επίσης στις πιο μεγάλες πόλεις ως υπήκοοι, ούτε πάλι οι ίδιοι
έκαναν κοινές εκστρατείες σαν ίσοι με ίσους.
Γ2. ἦν: ἔσται
ἐλαχίστην: ἐλάττοσι(ν)
προσσχόντες: πρόσσχωμεν
ἐπιπλέοντες: ἐπιπλεῖτε
κατεστρέφοντο: κατεστράφθω
μάλιστα: μάλα
διαρκῆ: (ὦ) διαρκὲς
ἐκδήμους: ταῖς ἐκδήμοις
οὐδείς: οὐδεμιᾶς
ἐξῇσαν: ἐξελθεῖν
Γ3α. τὰ ναυτικά: υποκείμενο του ρήματος «ἦν» (αττική σύνταξη)
αὐτοῖς: αντικείμενο της μετοχής «προσσχόντες»
ἄλλων: ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός γενική αντικειμενική στο «ἀρχῇ»
ἐπὶ καταστροφῇ: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο ρήμα
«ἐξῇσαν»
ὑπήκοοι: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου στο ρήμα «ξυνειστήκεσαν»
Γ3β. Ἅπαντες γιγνώσκουσι ὅτι ἰσχὺν δὲ περιποιήσαντο ὅμως οὐκ ἐλαχίστην οἱ
προσσχόντες αὐτοῖς (δευτερεύουσα ειδική πρόταση)
Ἅπαντες γιγνώσκουσι ἰσχὺν δὲ περιποιήσασθαι ὅμως οὐκ ἐλαχίστην τοὺς
προσσχόντας αὐτοῖς (ειδικό απαρέμφατο)
Ἅπαντες γιγνώσκουσι ἰσχὺν δὲ περιποιησαμένους ὅμως οὐκ ἐλαχίστην τοὺς
προσσχόντας αὐτοῖς (κατηγορηματική μετοχή)