Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Λογοτεχνία Γ' Λυκείου (Μέρος δεύτερο) προτεινόμενο θέμα!


Προτεινόμενο θέμα για το Αμάρτημα της μητρός μου

Ενότητα 3η: «Ευτυχώς αι κακαί εκείναι ειδήσεις δεν ήσαν αληθείς.... Τόσο κακή και ανεπιδέξια που είναι – την πήρα στο λαιμό μου, ετελείωσε.»

Ερωτήσεις:

Α. Γνώρισμα της διηγηματογραφίας του Γ. Βιζυηνού είναι η ενσωμάτωση λαογραφικών στοιχείων στο αφηγηματικό του υλικό. Να αναφέρετε τρία λαογραφικά στοιχεία του κειμένου δίνοντας ένα παράδειγμα για το καθένα από αυτά.

Β1. Ο Κώστας Στεργιόπουλος αναφερόμενος στο έργο του Βιζυηνού παρατηρεί: «Μα σκοπός του δεν είναι ν’ αυτοβιογραφηθεί και ν’ αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου». Επαληθεύεται αυτή η άποψη στο απόσπασμα που σας δόθηκε; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας.

Β2. Πέρα από τις κυρίαρχες επιδράσεις του ρεαλισμού στο διήγημα του Βιζυηνού υπάρχουν και φανερώματα του νατουραλισμού. Να αιτιολογήσετε αυτή την άποψη.

Γ. «Μα εκείνο το ευλογημένο, όσο περισσότερα χάδια, τόσο ολιγώτερην υγεία. Έλεγες πως εμετάνοιωσεν ο Θεός γιατί μας το έδωκε. Εσείς ήσασθε κόκκινα, και ζωηρά και σερπετά. Εκείνο, ήσυχο και σιγανό και αρρωστιάρικο! Όταν το έβλεπα έτσι χλωμό χλωμό, μου ήρχετο εις τον νου μου το πεθαμένο, και η ιδέα πως εγώ το εθανάτωσα άρχισε να ξανακυριεύη μέσα μου.» Να σχολιάσετε το παραπάνω χωρίο σ’ ένα κείμενο 100-150 λέξεων.

Δ. Στα κείμενα του Βιζυηνού και του Καβάφη που σας δίνονται να εντοπίσετε ομοιότητες και διαφορές. [Ο απαγχονισμός του νεαρού Αιγυπτίου έγινε από τους Άγγλους αποικιοκράτες.]

Κωνσταντίνος Καβάφης «27 Ιουνίου 1902, 2 μ.μ.»

Σαν το ‘φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο,
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαεφτά χρόνια μοναχά με τα ‘ζησες, παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ‘πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κι ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα∙
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαεφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου».